ξέκληρος
Смотреть что такое "ξέκληρος" в других словарях:
ξέκληρος — και ξάκληρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος 2. αυτός που έχει χάσει όλους τους απογόνους του, ξεκληρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + άκληρος, απ όπου το ξέκληρος] … Dictionary of Greek