ξέκληρος

ξέκληρος
η,ο см. ξάκληρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξέκληρος" в других словарях:

  • ξέκληρος — και ξάκληρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος 2. αυτός που έχει χάσει όλους τους απογόνους του, ξεκληρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + άκληρος, απ όπου το ξέκληρος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»